- ἀνύποπτα
- ἀνύποπτοςwithout suspicionneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
βλασφημία — Η βλαστήμια· η εκδήλωση περιφρόνησης για τον Θεό και γενικότερα τα θεία (ό,τι θεωρείται ιερό για τη θρησκεία), που γίνεται δημόσια. Στην Ελλάδα τιμωρείται τόσο όταν γίνεται με δόλο (κακοβούλως) όσο και όταν γίνεται ανύποπτα, με διαφορά ως προς το … Dictionary of Greek
Μπλάγκα, Λουτσιάν — (Lucian Blaga, Λακράμ, Τρανσυλβανία 1895 – Βουκουρέστι 1961). Ρουμάνος ποιητής, θεατρικός συγγραφέας και φιλόσοφος. Ο μυστικισμός είναι η βάση όλου του έργου του: αυτόν συναντάμε στον πόθο του να φτάσει στην ένωση με τον Θεό, μέσω της ερωτικής… … Dictionary of Greek